- κατασκευάσαντες
- κατασκευάζωequipaor part act masc nom/voc plκατασκευάζωequipaor part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολύγελως — ὁ, ἡ, Α αυτός που γελά πολύ («σώφρονας... ἐκ πολυγέλων καὶ λάλων κατασκευάσαντες», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + γέλως (πρβλ. φιλό γελως)] … Dictionary of Greek
φύξιμος — ον, Α [φύξις] 1. (για τόπο) αυτός στον οποίο μπορεί κανείς να καταφύγει ή από όπου μπορεί να ξεφύγει για να γλιτώσει (α. «ὅθι μοι φάτο φύξιμον εἶναι», Ομ. Οδ. β. «ἱερόν τι φύξιμον τοῖς ἀφισταμένοις κατασκευάσαντες», Πλούτ.) 2. αυτός τον οποίο… … Dictionary of Greek